ανθρακοφόρος

ανθρακοφόρος
-α, -ο
1. ανθρακούχος
2. αυτός που μεταφέρει γαιάνθρακες, («ανθρακοφόρα πλοία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + -φόρος < φέρω. Η λ. μαρτυρείται στην Ακολουθία της οσίας Φιλοθέης, που εκδόθηκε το 1717 (θεοδόχος ανθρακοφόρος λαβίς «η Παναγία»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • ανθρακούχος — α, ο 1. αυτός που περιέχει άνθρακα 2. (για έδαφος) αυτός που περιέχει κοιτάσματα γαιανθράκων, ανθρακοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθραξ + ούχος < έχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη] …   Dictionary of Greek

  • ανθρακώδης — (Α ἀνθρακώδης, ες) ανθρακοειδής* νεοελλ. ανθρακοφόρος, ανθρακούχος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”