- ανθρακοφόρος
- -α, -ο1. ανθρακούχος2. αυτός που μεταφέρει γαιάνθρακες, («ανθρακοφόρα πλοία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + -φόρος < φέρω. Η λ. μαρτυρείται στην Ακολουθία της οσίας Φιλοθέης, που εκδόθηκε το 1717 (θεοδόχος ανθρακοφόρος λαβίς «η Παναγία»)].
Dictionary of Greek. 2013.